Αρχή » Αρθρογραφία για την ΙκαρίαΗ δική μου ΙθάκηΑπόψεις - 17/08/2008Δεκατρία πρόσωπα του καλλιτεχνικού χώρου μιλούν για τους αγαπημένους τους τόπους διακοπών - θερινών και όχι μόνο. ![]() Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας σύγχρονο Ροβινσώνα; Ανήκετε στην κατηγορία εκείνη των παραθεριστών οι οποίοι κάθε χρόνο αναζητούν και έναν νέο προορισμό εξορμώντας στο... «άγνωστο με βάρκα την ελπίδα» εν ονόματι της περιπέτειας; Εχει και αυτό τη γλύκα του. Ή μάλλον, ιδιαίτερα τον Αύγουστο, τις καλές και κακές εκπλήξεις του. Τα πρόσωπα που ακολουθούν, εκπρόσωποι όλοι του καλλιτεχνικού χώρου, είναι φορείς μιας άλλης λογικής. Ανήκουν στους τυχερούς που κατάφεραν να βρουν την Ιθάκη τους και, παρά τις Σειρήνες, παραμένουν πιστοί. Οι «εξομολογήσεις» τους, διαφορετικού ύφους και χαρακτήρα, χρωματισμένες από την προσωπικότητα, τα βιώματα, αλλά και τις ιδιαίτερες ανάγκες και αναζητήσεις του καθένα, είναι διαφωτιστικές. Κοινό χαρακτηριστικό τους η αγάπη για τον τόπο που επιλέγουν, ο οποίος μάλιστα ![]() Η Ικαρία του Κώστα Γάκη (ηθοποιός, μουσικός) Οτοστόπ κι όπου μας βγάλει
![]() Το Πάνω Κουφονήσι του Γιώργου Δεπόλλα (φωτογράφος) Βγάζει νοκ άουτ το photoshop
![]() Η Σύρος του Μάνου Ελευθερίου (ποιητής, συγγραφέας) Γεύση από λουκουμοζάχαρη Γιατί αυτό που ένιωθαν δεν ήταν σκέτη αγάπη. Ηταν βέβαια η αγάπη, αλλά χωνεμένη μέσα στην άγρια νοσταλγία. Ο Ανδρέας Συγγρός στα "Απομνημονεύματά" του αποφεύγει τέτοιες σάλτσες. Ισως επειδή ήταν από τους δυο-τρεις που έζησαν και σ' αυτόν τον τόπο που κάποια στιγμή τον χρησιμοποίησαν για να αυξήσουν τα πλούτη τους. Αυτός, κατά κάποιο τρόπο, έδινε για να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες του και την αχόρταγη απληστία του. Τον παρέλαβε εκείνα τα χρόνια ο περιλάλητος Εμμανουήλ Ροΐδης και του 'δωσε να καταλάβει. Δεν πρέπει να ίδρωσε το αφτί του. Ισως μόνο γιατί τον ονόμασε "Τσιγγρό" θα του κακοφάνηκε. Ηταν έξι χρόνια μεγαλύτερος από τον μεγάλο συγγραφέα και πέθανε πέντε χρόνια πριν από εκείνον. Τους έδενε όμως η Σύρα. Τα μαθητικά χρόνια, οι ίδιοι δάσκαλοι, οι ίδιοι κάτοικοι. Στη διαθήκη του όμως δεν άφησε ο Συγγρός ούτε δεκάρα στη Σύρα. Ας είναι. Ωστόσο και οι δύο περιποιήθηκαν το νησί όπως μπορούσαν: ο πρώτος με τις χαριτωμένες, πράγματι, αναμνήσεις του για πρόσωπα και πράγματα της συριανής κοινωνίας του 1850 (πάνω κάτω) και ο δεύτερος με τ' αστραφτερά "Συριανά διηγήματα" και τα κατά καιρούς περισπούδαστα άρθρα του σε αθηναϊκές εφημερίδες. "Εκεί! " κατάντησε: να γράφει για τον επιούσιο και όχι για το κέφι του, αφού είχε χάσει την περιουσία του στις μεγάλες χρηματιστηριακές κομπίνες του Συγγρού. Ο Ροΐδης δεν ξαναπήγε στον γενέθλιο τόπο του. Ο άλλος πήγε μια φορά και τα είδα όλα αλλαγμένα. Αυτά και άλλα σκέπτομαι όταν ταξιδεύω στην πατρίδα μου, τη Σύρα. Λείπω ήδη 55 χρόνια, ήμουν παιδί όταν έφυγα, άφησα πίσω μου πολλά ερείπια από τους βομβαρδισμούς του πολέμου. Καμιά φορά η νοσταλγία παίζει άσχημα παιχνίδια. Αποφασίζεις να την επισκεφθείς για δύο-τρεις μέρες και αιφνιδίως σηκώνεται το κύμα αφρίζοντας, τα καράβια δένουν, οι άνθρωποι κλείνονται στον εαυτό τους και ας μην το παραδέχονται. Ευκαιρία να ξαναδείς όσα θυμάσαι. Να δεις τις αλλαγές και τις μεταμορφώσεις. Να δεις τις προσθέσεις και τις αφαιρέσεις. Τους πολλαπλασιασμούς και τις διαιρέσεις αισθημάτων, χειρονομιών, νοοτροπίας. Να δεις πόσο απέχει μια μικρή αλλαγή από την ολική μεταμόρφωση και πόσο αυτό θα σε χτυπήσει κατάμουτρα. Παρ' όλες τις αλλαγές, χρήσιμες και απαραίτητες κάποτε, εσύ εξακολουθείς να περπατάς με τις σκιές που έβλεπες στα 1950. Οι νέοι φίλοι είναι σπάνιες κόπιες χρυσών ανθρώπων του παρελθόντος. Τις εξαιρέσεις τις καταπίνεις. Οι πόλεις τελικά είναι οι άνθρωποι. Ο εξαίσιος λόγος του θεϊκού τραγικού αρχαίου ποιητή είναι μια αιώνια αλήθεια. Την καταπίνεις κι αυτήν και αρχίζεις την περιδιάβαση. Από πού ν' αρχίσεις; Πώς να συνεχίσεις μια κουβέντα που άφησες μισή πριν από μισό αιώνα και οι συνομιλητές σου έχουν γίνει ήδη σκόνη; Αδιέξοδο. Παρ' όλα αυτά επιμένεις. Και κάποτε το κατορθώνεις. Τι θέλει να δει ο νέος επισκέπτης σε μια πόλη βουλιαγμένη στον μύθο, στην ιστορία, στο παραμύθι, αν θέλετε; Και πόσα επαναφέρει η νοσταλγία σ' εκείνον (σ' εμένα, δηλαδή, ο οποίος τραυλίζει τα ρήματα μιας ολοένα ανανεούμενης κοινωνίας. Και οι δύο βλέπουμε όσα θέλουμε και όσα μπορεί να σηκώσει η μνήμη. Αρχίζοντας από τον "καταπιεστικό" 19ο αιώνα ως τις μέρες μας. Πριν από λίγες μέρες δόθηκε στο λαμπρό θέατρο Απόλλων, σε μορφή κοντσερτάντε, η όπερα "Cavalleria Rusticana" του Mascagni με μεγάλη επιτυχία. Το ίδιο έργο παιζόταν και τον 19ο αιώνα από ιταλικούς μελοδραματικούς θιάσους. Στα 1895, για παράδειγμα, μια εφημερίδα έγραφε για κάποια παράσταση του έργου: "Τετράκις από της σκηνής η μουσική του Mascagni έτερψεν ημάς και τούτο οφείλεται εις την καλλιτέχνιδα κυρίαν Linda Brunner, την διακεκριμένην τούτην αοιδόν, και τον κ. Tati, τον συμπαθή οξύφωνον, εφ' ω και το κοινόν δικαίως διά χειροκροτημάτων εκδηλοί τας συμπαθείας του προς αυτούς... Φανερά καθίσταται η γυμνότης της ορχήστρας, πλην τούτο αποδοτέον εις την έλλειψιν επιχορηγήσεως εκ μέρους του δήμου...". Τα αιώνια προβλήματα, τα οποία είναι ίδια ακριβώς 113 χρόνια μετά! Τα εκατοντάδες θεατρικά έργα πρόζας τα οποία παρουσιάστηκαν ως τα 1953 δεν ξαναπαίχτηκαν ποτέ σε κανένα θέατρο της επικράτειας. Οι όπερες παίζονται και ξαναπαίζονται. Με τον ίδιο ενθουσιασμό. Τα αισθήματα παραμένουν. Οι διαδικασίες αλλάζουν. Και αυτός ο τόπος, η χώρα μας, που διαρκώς αλλάζει και διαρκώς είναι ίδια. Το ίδιο και η Σύρα, η Σύρος, η Ερμούπολη, η Ανω Χώρα, τα βουνά, οι εξοχές, οι άνθρωποι...».
![]() Η Ανδρος του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου (σκηνοθέτης) Γεροντικό κοινόβιο με φίλους Μου αρέσει η Ανδρος γιατί εκεί είναι ευτυχισμένη η Κοραλία. Που ξέρει να απολαμβάνει το ελάχιστο και με παρασύρει να μαζεύουμε κάππαρη, σπαράγγια και οβριές, κοχλιδάκια και πεταλίδες, κυκλάμινα και ανεμώνες. Να περπατάμε στα Διποτάματα και στους αγροτικούς αρχαιολογικούς χώρους ή μέσα σε εγκαταλειμμένους οικισμούς, που τους άφησαν για να μεταναστεύσουν στην Αμερική: κτίσματα που από την αρχαιότητα ως τη δεκαετία του '50 έχουν την ίδια αρχιτεκτονική, μια ζωντανή συνέχεια με φανερό τον μόχθο. Ανάμεσα σε ξερολιθιές που δεν τις έχω δει αλλού πουθενά: οι αγρότες για οικονομία κόπου φτιάχναν τις μάντρες μ' έναν τρόπο που μόνο η φαντασία σπουδαίου ζωγράφου ή αρχιτέκτονα θα μπορούσε να επινοήσει. Εχουμε τις μικρές ιδιωτικές παραλίες μας, ανάλογα πού φυσάει ο άνεμος (και από αέρηδες το νησί, άλλο τίποτα). Με την Κοραλία μαζεύουμε αχινούς και τους καθαρίζουμε καθισμένοι στον βράχο, κάτω από τον ήλιο. (Πάει και αυτή η χαρά, ανήκει στα απαγορευμένα, και με πόνο ψυχής πρέπει να την αποχωριστώ.) Απολαμβάνουμε χωρίς άγχος το δικαίωμα της σιωπής, βλέποντας το ηλιοβασίλεμα, τις αλλαγές των ρευμάτων, τα σχήματα και τα χρώματα πάνω στο νερό. Στην Ανδρο λιγοστεύουν οι κακές σκέψεις και μέσα στην ομορφιά μπορείς πιο ήρεμα να σκέφτεσαι τα λάθη σου. Πηγαίνω και μόνος μου στο νησί, προτού ξεκινήσω πρόβες, και μέσα στην απόλυτη ησυχία προετοιμάζομαι για το ανέβασμα κάθε καινούργιου έργου. Και η Ανδρος θα φιλοξενήσει το γεροντικό κοινόβιο που θέλουμε να φτιάξουμε με τους φίλους μας, την ουτοπία της μέσης ηλικίας για συλλογικούς τρόπους ζωής, συνέχεια νεανικών ονείρων που τα έφαγε η μαρμάγκα...».
![]() Η Τήνος του Γιώργου Κουμεντάκη (συνθέτης) Ψάχνοντας την Κοιμωμένη Η Τήνος ήταν ένα μέρος που το είχα ανακαλύψει τυχαία πριν από αρκετά χρόνια. Την επισκεπτόμουν αρκετά συχνά, σχεδόν πάντα καλοκαίρι, κι εν τούτοις φανταζόμουν το πώς θα είναι η ζωή τον χειμώνα. Το σπίτι σε αυτό εδώ το χωριό όπου βρίσκομαι - 25 χιλιόμετρα, περίπου, μακριά από τη Χώρα - βρέθηκε εντελώς συμπτωματικά. Το είδα, αποφάσισα ότι μου κάνει, πείστηκα ότι εδώ μπορώ να "ακουμπήσω" κάποια χρόνια από τη ζωή μου και το πήρα. Αν επιχειρούσα να κωδικοποιήσω το όλο πράγμα, θα έλεγα πως επιλέγω την Τήνο για να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου, για μια περισσότερο αξιοπρεπή διαβίωση την οποία η Αθήνα δεν παρέχει και επίσης για τη φυσική ζωή που με προσγειώνει στα πραγματικά κυβικά της ανθρώπινης αξίας. Πέρα από όλα τα άλλα, το μέρος αυτό έχει μια δική του ηθική, η οποία προσωπικά μού είναι πολύ συμβατή. Δεν υπάρχει αυτό το άκρατο κυνήγι των υλικών αγαθών, η κοινωνία η ίδια δεν μπορεί να το αφομοιώσει, σε αφήνει έκθετο, αισθάνεσαι και λίγο ανήθικος σε αυτή τη σπατάλη. Αν εξαιρέσεις τον Αύγουστο, όπου πραγματικά η ζωή γίνεται πολύ διαφορετική λόγω των επισκεπτών του καλοκαιριού, οι υπόλοιποι 11 μήνες εδώ είναι πολύ σιωπηλοί: υπάρχει μια διαχρονική "σουρντίνα" που καλύπτει τα πάντα και αυτό για μένα και για τη μουσική είναι ο καλύτερος σύμμαχος. Τα πάντα συμβαίνουν σε αργή κίνηση - το αντίστροφο, δηλαδή, από αυτό που κάνει η τηλεόραση -, γεγονός που ενεργοποιεί τη δημιουργικότητα. Η αλήθεια είναι ότι, στην αρχή τουλάχιστον, πολλοί φίλοι μου φοβούνταν πως η επιλογή μου αυτή θα με απομόνωνε. Από την άλλη πλευρά, όμως, η απομόνωση αυτή σ' εμένα, σε επίπεδο αναθέσεων, παραγγελιών και πραγματικής επαφής όχι μόνο με την Ελλάδα αλλά και με το εξωτερικό, έχει λειτουργήσει πολύ θετικά. Και αυτό γιατί όλες πλέον οι επαφές δεν γίνονται για κοινωνικούς λόγους αλλά για μουσικούς και η επικείμενη συνεργασία μου με το κουαρτέτο Kronos είναι μια τέτοια ιστορία. Ερχομαι σε επαφή με ανθρώπους είτε συμπτωματικά είτε στέλνοντας κάποιο υλικό και ακριβώς επειδή τους αρέσει μου ζητούν συνεργασία. Παράλληλα, οι ίδιοι οι ρυθμοί της δουλειάς μου έχουν αυξηθεί. Εκεί που έγραφα ένα έργο τον χρόνο, τώρα μπορεί να γράψω πέντε ή περισσότερα...».
![]() Ο Κίσσαβος του Σταμάτη Κραουνάκη (συνθέτης) Αύγουστο μήνα στον Δοχό Παίζουμε τρελές μπιρίμπες με την Ντίνα και τη Μαίρη και τρώμε τέλειο ψάρι στον θεό τον Τάσο κάτω στο Στόμιο. Πιο πέρα, δεξιά, ο βιότοπος των εκβολών του Πηνειού και η αμμουδιά η αγαπημένη, με τα χιλιάδες πετούμενα μέσα στις καλαμιές. Αγρια κι ερημικά ώρες ώρες τα κύματα. Εδώ συνάντησα τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Διονύση πέρυσι, εφέτος έστειλα τη Σόνια και τον Θάνο, γιατί οι Μπούτοι έχτισαν ένα πέτρινο θέατρο στην πλαγιά που ενώνεσαι με το σύμπαν και ανοίγει η καρδιά σου, οι Χαΐνηδες, ο Μάλαμας, ο Νότης, δεν είναι για τα φράγκα είναι για τη χαρά!!! Λέω στον Μπούτο να μου χτίσει μια καλύβα για πάρτη μου, να βλέπω τις βάρκες. Θα θελα να 'μαι το ξύλο απ' αυτό το πλεούμενο, να μ' ευλογούν τα νερά καθώς τα περπατώ. Κι άμα πεθάνω, ο γιος του ο Δημήτρης να με βάλει στη βάρκα και να με κάψουνε. Στην ξαστεριά βλέπεις τρίτο πόδι Χαλκιδική. Στη συννεφιά βλέπεις το σύννεφο που βρέχει να περπατάει μόνο του, και γύρω γύρω αίθρια. Σούπερ πρωινά με καστανόμελα, τα δέντρα τ' ακούς, τ' αηδόνια λαλούν, τα τσίπουρα τρέχουν. Δύσκολα θα βρείτε δωμάτια. Τα πρόλαβαν όσοι τα είδαν πρώτοι!!!».
![]() Το Πήλιο του Λάκη Παπαστάθη (σκηνοθέτης) Αναζητώντας τον Θεόφιλο Τσαγκαράδα, Μούρεσι, Κισσός, Ανήλιο. Λίγο μετά, στον δρόμο για τη Μακρυρράχη, ένα μικρό δρομάκι ανεβαίνει το βουνό. Είκοσι λεπτά ποδαρόδρομος. Κίτρινα χωράφια με ξεραμένα αγριάγκαθα, βατομουριές και μπαξέδες. Ευωδιάζει ο τόπος. Μπερδεύονται ευφρόσυνα οι αισθήσεις, όπως στον στίχο του Εμπειρίκου σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Το σημάδι προσανατολισμού για να βρεις την Αγία Τριάδα είναι τα δύο πανύψηλα αιωνόβια κυπαρίσσια που φυτεύτηκαν πριν από δύο αιώνες μπροστά στο ιερό. Φθάνοντας στον μικρό ναό εντυπωσιάζεσαι από την πέτρινη τοιχοποιία και την απέριττη απλότητα στη σύνθεση των όγκων, αλλά δεν μπορείς να προβλέψεις τη συγκίνηση που σε περιμένει. Μπαίνοντας, η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική συνεργάζονται για να σε προετοιμάσουν. Η πόρτα είναι πολύ χαμηλή και αναγκαστικά υποκλίνεσαι για να περάσεις. Σκύβοντας, όμως, έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο, σε απόσταση αναπνοής, με τον δρεπανηφόρο Χάροντα με την αρχαία κλεψύδρα στο κεφάλι του, λες και είναι απαραίτητο για τον προσκυνητή να γνωρίζει πως ο χρόνος της ζωής του τρέχει! Είναι ζωγραφισμένος σαν φιγούρα του Τζιακομέτι· χωρίς σάρκα, ξερακιανός και κιτρινόμαυρος. Διακόσια χρόνια τώρα οι άνθρωποι του βγάζουν τα μάτια, του χαράζουν το σώμα. Ξορκίζουν τον θάνατο. Ισως γι' αυτό μέσα στον ναό οι περισσότεροι άγιοι είναι νέοι, σχεδόν έφηβοι. Πρόσωπα ροδαλά, πραγματικές ανθρώπινες υπάρξεις, χωρίς το πελιδνό χρώμα των αγίων. Ο ζωγράφος σαν να θέλει να εκκοσμικεύσει το θείον. Ο ναός είναι γεμάτος από τοιχογραφίες. Πάνω στην είσοδο διαβάζουμε: "Ο θείος ούτος και πάνσεπτος ναός της Αγίας Τριάδος ενιστορήθη και εγκαλλωπίσθη [...] εν έτει 1804. Χειρ ατελεστάτου Παγώνι". Γράφει το όνομά του με γιώτα, σαν να είναι το παγώνι. Με έκπληξη διαπιστώνεις πως είναι ο ίδιος ζωγράφος που ιστόρησε την ξακουστή εκκλησία του Κισσού, την Αγία Μαρίνα, με τον περίφημο γυναικωνίτη που πριν από δεκαετίες μάς παρουσίασε ο αξέχαστος Κίτσος Μακρής. Στην Αγία Τριάδα όμως νιώθεις πως ο Παγώνης είναι πιο ελεύθερος· σαν να ζωγραφίζει για τον εαυτό του και την τέχνη του. Βλέπεις τολμηρές "ημιτελείς" εικόνες και την αφαίρεση στη σύνθεση που σπάει το τυπικό της βυζαντινής εικονοποιίας. Η οσία Μαρία η Αιγυπτία, η πρώην πόρνη που άγιασε μονάζοντας στην έρημο, εικονίζεται με κρεμασμένα γυμνά στήθη σαν περιδέραιο. Ο Μυστικός Δείπνος σαν να ίπταται. Στον κύκλο των παθών του Ιησού το θεϊκό ρεαλιστικοποιείται, ενσαρκώνεται από καθημερινούς απλούς ανθρώπους, γεγονός που δημιουργεί - εκτός των άλλων - μεγάλο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Οικείες μορφές παντού. Οι άγιοι, ιδιαίτερα οι πολεμιστές, σαν να είναι ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Θοδωρής· η Αγία Αικατερίνη μοιάζει με γυναίκα του χωριού. Αναγνωρίζεις, ακόμη, στις τοιχογραφίες τις πηλιορείτικες αυλές με την πέτρινη πλάκα, τα κοκόρια, τις κληματαριές με τα σταφύλια που περιβάλλουν τους αγίους. Είναι γνωστό πως ο Παγώνης ήρθε από την Ηπειρο στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως πολλοί ηπειρώτες μαστόροι. Παντρεύτηκε και έζησε στο Πήλιο. Ο γιος συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του. Στον Αγιο Δημήτριο του Νεοχωρίου σώζονται οι έξοχες νεκρές φύσεις του. Τον Θεόφιλο, εκατόν είκοσι χρόνια μετά, τον ανακάλυψαν και τον ανέδειξαν οι ποιητές. Ο Παγώνης, που λες και πραγματοποίησε μόνος του την Αναγέννηση στην ελληνική ζωγραφική, είναι ακόμη αγνοημένος. Το μνημείο, χρόνο με τον χρόνο, μέρα με τη μέρα, καταστρέφεται. Μέσα από τα ιμάτια και τους χιτώνες των αγίων βλέπεις να ξετρυπώνουν σκιουράκια που βρήκαν εκεί φιλόξενο καταφύγιο. Οι σοβάδες χάσκουν. Η υγρασία απειλεί τις ζωγραφιές. Ισως είναι ακόμη καιρός αυτή η μικρή κιβωτός της ελληνικής πνευματικότητας του 19ου αιώνα να διασωθεί».
![]() Η Ερέτρια των Σοφίας Βάρη - Φερνάντο Μποτέρο (γλύπτες) Παπούτσι από τον τόπο σου
![]() Το Πήλιο του Φίλιππου Πλιάτσικα (τραγουδοποιός) Και το κουκούτσι... μύγδαλο Το Πήλιο το γνώρισα ουσιαστικά ως επισκέπτης το 1999 και παρέμεινα στην αγκαλιά του για δύο-τρεις ημέρες. Και μετά αυτή την παραμονή του τριημέρου διαπίστωσα πόσο μου ταιριάζει. Αλλωστε σε αυτή τη δεκαετία το Πήλιο έχει συνδεθεί με τα σημαντικότερα κομμάτια της ζωής μου. Εκεί παντρεύτηκα, ενώ και η κόρη μου το Μούρεσι όπου έχουμε σπίτι το θεωρεί το χωριό της. Αν αυτά όμως είναι κάποιες σημαντικές εικόνες της ζωής μου, το Πήλιο είναι παρών και στα τραγούδια μου. Ειδικότερα το Φως του. Και δεν αναφέρομαι σε κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι, αλλά στην ενέργεια που μαζεύω από την παραμονή μου στο Πήλιο, οι εικόνες που συγκεντρώνω και με έναν τρόπο "κατευθύνονται" στα τραγούδια μου. Και φυσικά δεν πρέπει να συνδέσει κάποιος το Πήλιο με το καλοκαίρι, διότι είναι ένα μέρος για όλες τις εποχές του χρόνου όπου πολλά μπορεί να σου συμβούν. Και αυτό το πιστοποιεί η εικόνα που μεταφέρω παρακάτω: Στο σπίτι μας, στο Μούρεσι, κάποια νύχτα ακούσαμε στην αυλή μας θόρυβο. Βλέποντας από το παράθυρο διέκρινα κάτι σκιές, κάτι σαν ένας άνθρωπος που περπατούσε σκυφτός. Την άλλη μέρα το πρωί ανέφερα το περιστατικό στους ντόπιους και κανείς δεν έδειξε να απορεί. Μου είπαν πολύ απλά ότι πρόκειται για μονοπάτι αγριογούρουνων. Δηλαδή η αυλή του σπιτιού μας αποτελεί μέρος του περάσματος. Και όπως μας είπαν, επρόκειτο για οικογένεια αγριογούρουνων. Και κάτι ακόμη από τις εικόνες του Πηλίου, ειδικότερα το φθινόπωρο και τον χειμώνα: όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, βλέπεις τη Χαλκιδική και το Αγιον Ορος. Στο Πήλιο θα μπορούσα να μείνω μόνιμα. Είμαστε παιδιά της Αθήνας, γνωρίζω ότι πολλές φορές όλοι μας μόλις βρούμε ένα μέρος που μας ταιριάζει ή που περνάμε καλά λέμε ότι εκεί θα μπορούσαμε να μείνουμε μόνιμα. Για μένα όμως το Πήλιο πληροί τις προϋποθέσεις όπου, αν έφευγα κάποτε από την Αθήνα, θα μπορούσα να μείνω εκεί.
![]() Η Κρήτη του Γιάννη Σμαραγδή (σκηνοθέτης) Γεύση από στυφά αγριοάχλαδα Με το που έκλεισε το σχολείο για το καλοκαίρι, χωρίς να το πω στην οικογένειά μου, μπήκα στο λεωφορείο και πήγα στο χωριό, όπου βρήκα τον παππού και τη γιαγιά μου που είχαν ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, επίσης ταλαιπωρημένο από τον Εμφύλιο. Κατάφερα να πείσω τον παππού μου ότι βρισκόμουν εκεί με την άδεια του πατέρα μου και άρχισα να κάνω ό,τι έκανα και πριν. Να πηγαίνω σε μια γειτονική στέρνα - ένα είδος λίμνης - για μπάνιο με τους φίλους μου. Να πετροβολάμε τα σύκα για να πέσουν κάτω και να τα φάμε. Να φτιάχνουμε συμμορίες και να σπάζουμε τα κεφάλια μας - ακόμη έχω τα σημάδια. Να ξαπλώνουμε κάτω από τους μεγάλους ίσκιους και να κοιμόμαστε - πολύ συχνά γυμνοί. Να βλέπουμε το ηλιοβασίλεμα γιατί ήταν πολύ όμορφο - καθ' ότι το τοπίο γκρίζο, νόμιζες ότι ο ουρανός κατέβαζε χρυσάφι. Ακόμη έχω στο στόμα μου τις γεύσεις από τα καμπανάρια των σταφυλιών, τα στυφά αγριοάχλαδα, τα τσάγαλα από τα αμύγδαλα. Ημασταν ένα κομμάτι της φύσης και ήταν η περίοδος της απόλυτης ελευθερίας μου, η οποία βεβαίως δεν κράτησε πολύ, διότι κάποια στιγμή ο παππούς μου υποψιάστηκε τι είχε γίνει και βρήκε έναν τρόπο για να ειδοποιήσει τον πατέρα μου και κακήν κακώς με κατέβασαν στο Ηράκλειο όπου ξαναμπήκα σε έναν ρυθμό που δεν μου ταίριαζε. Αν και τώρα που το θυμάμαι, το ίδιο καλοκαίρι των οκτώ χρόνων μου εκεί στο Ηράκλειο είδα για πρώτη φορά υπαίθριο κινηματογράφο και κατάλαβα ότι ανήκα στον κόσμο του σινεμά. Εκείνο το παράξενο καλοκαίρι των οκτώ χρόνων μου με έκανε ό,τι είμαι και ο Ψηλορείτης παραμένει η τοποθεσία των πιο αξέχαστων διακοπών μου».
![]() Η Σίφνος του Παναγιώτη Τέτση (ζωγράφος) Παρέα με τον Τσελεμεντέ
![]() Η Τήνος του Κώστα Τσόκλη (ζωγράφος) Το νησί αλλάζει όπως αλλάζω και εγώ Το νησί μού έχει δώσει χαρές και πολλές ιδέες για δημιουργία και, επειδή δεν είμαι αχάριστος, προσπαθώ να του το ανταποδώσω. Η Τήνος όμως αλλάζει σιγά σιγά, όπως αλλάζω και εγώ. Αυτή αποκτά μια άλλη νεότητα και εγώ γερνάω. Οι άνθρωποι που πρωτογνώρισα εδώ ή δεν υπάρχουν πια ή έχουν υποστεί τη μοιραία επίδραση των καιρών. Κάποτε, θυμάμαι, ήταν ο καθένας μια ξεχωριστή περίπτωση. Μοιάζανε με τα παρατσούκλια τους. Είχαν τον δικό τους γοητευτικό τρόπο να μιλάνε. Τώρα όλοι μιλάνε και φέρονται σαν όλους. Ναι, τους αγάπησα εκείνους τους ανθρώπους, όπως αγάπησα και το νησί τους. Αυτό μπορώ να το πω χωρίς να ψεύδομαι ή να θέλω να γίνω αρεστός. Οι τόποι όμως είναι άπιστοι. Προσφέρουν τα κάλλη τους αδιακρίτως σε όλους, έστω και αν δεν είναι όλοι ικανοί να τα εκτιμήσουν. Και αυτό με πικραίνει. Θα ήθελα, όσο και αν αυτό φαίνεται εγωιστικό, την αποκλειστικότητα που φυσικά δεν μπορώ να την έχω. Γι' αυτό αρκούμαι τώρα πια στη γοητεία που ασκούν επάνω μου ένα κτήμα του οποίου έχουμε αναλάβει τη φύλαξη και ένα υπαίθριο πρωτόγονο θέατρο που φτιάξαμε εκεί με τα χέρια μας και το υστέρημά μας. Προσφορά από μέρους μας στους κατοίκους του νησιού. Και φυσικά περιμένω να τελειώσει κάποτε το μικρό μουσείο που ο Δήμος Εξωμβούργου ετοιμάζει για να στεγάσει κάποια έργα μου, δίνοντάς μου ένα περιθώριο υστεροφημίας. Ετσι είμαι πια δεμένος με το νησί, φυσικά και πνευματικά, και το ευγνωμονώ που δείχνει να με θεωρεί δικό του άνθρωπο, όπως το θεωρώ και εγώ πατρίδα μου». Το ΒΗΜΑ, 17/08/2008 , Σελ.: A51 Το Βήμα
|